- πτέρ'
- πτέρι , πτέριςmale fernfem voc sgπτέρι , πτέριςmale fernfem voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Πτέρ' — Πτέρα , Πτέρης masc voc sg Πτέρα , Πτέρης masc nom sg (epic) Πτέραι , Πτέρης masc nom/voc pl Πτέρᾱͅ , Πτέρης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
isopterous — adjective see isoptera * * * /uy sop teuhr euhs/, adj. belonging or pertaining to social insects of the order Isoptera, comprising the termites. [ < NL Isopter(a) + OUS; see ISO , PTEROUS] * * * isopˈterous adjective • • • Main E … Useful english dictionary
Pteranodon — Taxobox name = Pteranodon fossil range = Mid Late Cretaceous image width = 220px image caption = Pteranodon sternbergi regnum = Animalia phylum = Chordata classis = Sauropsida ordo = Pterosauria subordo = Pterodactyloidea superfamilia =… … Wikipedia
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
εφυπνίδιος — ἐφυπνίδιος, ον (Α) αυτός που φέρνει ύπνο, που οδηγεί σε ύπνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *ὑπνίδιος (< ὕπνος + κατάλ. ιδιος), πρβλ. θαλασσ ίδιος, πτερ ίδιος) … Dictionary of Greek
κόκκυγας — Το κυριότερο ακραίο οστό της σπονδυλικής στήλης. Έχει επίπεδο, τριγωνικό σχήμα και ενώνεται με την κάτω επιφάνεια του ιερού οστού. Ο κ. σχηματίζεται από τη συνένωση των τελευταίων τεσσάρων έως έξι σπονδύλων, οι οποίοι είναι ατροφικοί. Η βάση του… … Dictionary of Greek
λατύσσω — (Α) (μέσ. παθ.) λατύσσομαι χτυπώ, προκαλώ ήχο, πάταγο («θάλασσα λατυσσομένη πτερύγεσσιν», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει εκφραστικό επίθημα ύσσω (πρβλ. αιθ ύσσω, πτερ ύσσομαι), είναι όμως άγνωστης κατά τα άλλα ετυμολ.] … Dictionary of Greek
μεσίδιος — μεσίδιος, ποιητ. τ. μεσσίδιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στο μέσο, ο μεσαίος 2. φρ. «δικαστής μεσίδιος» ο μεσίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος + κατάλ. ίδιος (πρβλ. ορθρ ίδιος, πτερ ίδιος). Για τον τ. με δύο σ βλ. λ. μέσος] … Dictionary of Greek
μετωπίδιος — μετωπίδιος, ία, ον (Α) μετωπιαίος, μετωπικός, τού μετώπου («μετωπίδιος ἱδρώς», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + επίθημα ίδιος (πρβλ. πτερ ίδιος, ωμ ίδιος)] … Dictionary of Greek
μητρίδιος — μητρίδιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που έχει μήτρα 2. (κατ. επέκτ.) γεμάτος σπόρους, γόνιμος, καρπερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μήτρα (Ι) + κατάλ. ίδιος (πρβλ. πτερ ίδιος, ωμ ίδιος)] … Dictionary of Greek